- κοκορόμυαλος
- -η, -οανόητος, ελαφρόμυαλος, κουφιοκέφαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + -μυαλος (< μυαλό), πρβλ. αχυρό-μυαλος, ελαφρό-μυαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκορόμυαλος — η, ο αυτός που έχει μυαλό ενός κόκορα, ανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκορόμυαλος — βλ. κοκορόμυαλος … Dictionary of Greek
πτηνώδης — ῶδες, Μ [πτηνός] κουφόνους, κοκορόμυαλος … Dictionary of Greek
πετεινόμυαλος — η, ο ανόητος, άμυαλος, κοκορόμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)